- κορνοπίων
- κορνοπίων, -ωνος, ὁ (Α)(για τον Ηρακλή) αυτός που φυγαδεύει, που διώχνει τους κόρνοπας, τις ακρίδες («κορνοπίωνα τιμᾱσθαι παρ' ἐκείνοις Ἡρακλέα ἀπαλλαγῆς ἀκρίδων χάριν», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρνοψ, -οπ-ος + κατάλ. -ίων (πρβλ. κερκ-ίων, μαχαιρ-ίων)].
Dictionary of Greek. 2013.